- αγρόπολη
- η (Μ ἀγρόπολις)νεοελλ.κοινωνικοοικονομικά σχεδιασμένες αγροτικές πόλειςμσν.πόλη στους αγρούς, κωμόπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγρόπολη ή αγρούπολη — Θεσμός που αναπτύχθηκε κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν εμφανίστηκε στις χώρες που αναμείχθηκαν στον πόλεμο οξύ το πρόβλημα της στέγης. Δημιουργήθηκαν τότε μεγάλοι αγροτικοί οικισμοί, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek
αγροπολίτης — ο [αγρόπολη] κάτοικος αγροπόλεως* … Dictionary of Greek
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek